- εὐστελέχης
- εὐστελέχης, ες, quoted as compound of στέλεχος, Hdn.Gr.2.687.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευστελέχης — εὐστελέχης, ες (Α) (για φυτό) με ωραίο στέλεχος, με ωραίο βλαστό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στελεχης (< στέλεχος), πρβλ. μονο στελέχης, πολυ στελέχης] … Dictionary of Greek